- καρφίδα
- η 1. η καρφίτσα*2. φρ. «καρφίδα ασφαλείας» ή «καρφίδα ασφαλιστική» — είδος καρφίτσας τής οποίας η αιχμή εισέρχεται σε ειδική κοιλότητα ώστε να είναι ακίνδυνη, η παραμάνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρφίς < κάρφος + υποκορ. κατάλ. -ίς, -ίδος, απ' όπου -ίδα (πρβλ. νησ-ίδα, ψηφ-ίδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντόπουλου].
Dictionary of Greek. 2013.